- επικεκρυμμένως
- ἐπικεκρυμμένως (Α)επίρρ.1. κρυφά, μυστικά, μυσταγωγικά2. συγκεκαλυμμένα, υπαινικτικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικεκρυμμένως — mystcriously indeclform (adverb) ἐπικρύπτω throw a perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)